-
1 синтетический
-
2 синтетический
синтетическийприл συνθετικός. -
3 синтетический
συνθετικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > синтетический
-
4 синтетический
επ.1. συνθετικός•синтетический метод исследования συνθετική μέθοδος έρευνας.
2. (χημ.) ενωτικός•синтетический каучук συνθετικό καουτσούκ.
3. ενωμένος, συγκροτημένος. || τυποποιημένος, γενικός, γενικευμένος.4. (γλωσ.) κλιτός•-ие языки οι κλιτές γλώσσες.
-
5 синтетический
[σιντιτίτσισκιϊ] επ. συνθετικός -
6 синтетический
[σιντιτίτσισκιϊ] επ συνθετικός -
7 кристалл
ο κρύσταλλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кристалл